- μαινομένᾳ
- μαινομένᾱͅ , μαίνομαιragepres part mp fem dat sg (doric aeolic)μαινομένᾱͅ , μαινομένηfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαινομένα — μαινομένᾱ , μαίνομαι rage pres part mp fem nom/voc/acc dual μαινομένᾱ , μαίνομαι rage pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) μαινομένᾱ , μαινομένη fem nom/voc/acc dual μαινομένᾱ , μαινομένη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόμενα — μαίνομαι rage pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινομένας — μαινομένᾱς , μαίνομαι rage pres part mp fem acc pl μαινομένᾱς , μαίνομαι rage pres part mp fem gen sg (doric aeolic) μαινομένᾱς , μαινομένη fem acc pl μαινομένᾱς , μαινομένη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινομέναι — μαινομένᾱͅ , μαίνομαι rage pres part mp fem dat sg (doric aeolic) μαινομένᾱͅ , μαινομένη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινομέναν — μαινομένᾱν , μαίνομαι rage pres part mp fem acc sg (doric aeolic) μαινομένᾱν , μαινομένη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαινομένας — λῡμαινομένᾱς , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp fem acc pl λῡμαινομένᾱς , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυμαινομένας — ἐπικῡμαινομένᾱς , ἐπικυμαίνω flow in waves over pres part mp fem acc pl ἐπικῡμαινομένᾱς , ἐπικυμαίνω flow in waves over pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
САРДИНИЯ — • Sardinĭa, Σαρδώ или Σαρδών, после Сицилии самый большой остров (у древних он считался даже больше Сицилии, Hdt. 5, 106), хотя указания относительно его величины (по Strab. 5, 223 он имел 4.000 стадий в окружности, по Plin. 3, 7, 13… … Реальный словарь классических древностей
θυιάς — θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)] μσν. επίθεση, έφοδος, προσβολή αρχ. 1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας… … Dictionary of Greek
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek